- διάβροχος
- η, -ο (AM διάβροχος, -ον)[διαβρέχω]βρεγμένος, καταμουσκεμένοςαρχ.1. δακρυσμένος2. μεθυσμένος3. αυτός που κατέχεται υπερβολικά από κάποιο πάθος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διάβροχος — very wet masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διάβροχον — διάβροχος very wet masc/fem acc sg διάβροχος very wet neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαβρόχοις — διάβροχος very wet masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαβρόχοισι — διάβροχος very wet masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαβρόχου — διάβροχος very wet masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαβρόχους — διάβροχος very wet masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαβρόχων — διάβροχος very wet masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαβρόχῳ — διάβροχος very wet masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διάβροχα — διάβροχος very wet neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διάβροχοι — διάβροχος very wet masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)